κρυφόγελο

κρυφόγελο
και κρυφογέλασμα, [κρυφογελώ]
κρυφό γέλιο, υπομειδίαμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρυφόγελο — το και κρυφογέλασμα, το ατος, το κρυφό γέλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”